κατόχι

κατόχι
το (Α κατόχιον)
καθετί που συνέχει, που συγκρατεί («κατόχιον ἐμβρύων» — προφυλακτικό κατά τής αποβολής, Αέτ.)
νεοελλ.
1. ο αναβολέας*
2. δερμάτινο λουρί ή σχοινί με το οποίο οι υποδηματοποιοί δένουν στο πόδι τους το παπούτσι που ράβουν
3. σκαλοπάτι που χρησιμεύει για ανάβαση σε ίππο
αρχ.
σύρτης, αμπάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοχος (πρβλ. παρόχιον < παρόχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατόχιον — κατόχιον, τὸ (Α) βλ. κατόχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”